ἵνα

ἵνα
ἵνα
1 where

ἐν δρόμοις Πέλοπος, ἵνα ταχυτὰς ποδῶν ἐρίζεται O. 1.95

Οὐλυμπία ἵνα μάντιες ἄνδρες παραπειρῶνται Διὸς O. 8.2

Πρωτογενείας ἄστει ἵν' δόμον ἔθεντο πρῶτον O. 9.42

ἄντροθε γὰρ νέομαι ἵνα Κενταύρου με κοῦραι θρέψαν ἁγναίP. 4.103πότνιά σοι Λιβύα δέξεται εὐκλέα νύμφαν δώμασιν ἐν χρυσέοις πρόφρων· ἵνα οἱ χθονὸς αἶσαν δωρήσεταιP. 9.56Λιβύας· ἵνα καλλίσταν πόλιν ἀμφέπειP. 9.69

χώρας Μυρμιδόνες ἵνα πρότεροι ᾤκησαν N. 3.13

οἴκαδε , πάτραν ἵν' ἀκούομεν, Τιμάσαρχε, τεὰν

ἐπινικίοισιν ἀοιδαῖς πρόπολον ἔμμεναι N. 4.77

ἐμὰν γλῶσσαν εὑρέτω κελαδῆτιν, Ὀρσοτριαίνα /

ἵν' ἐν ἀγῶνι βαρυκτύπου θάλησε Κορινθίοις σελίνοις N. 4.87

ᾤχετο δὲ πρὸς θεὸν · ἵνα κρεῶν νιν ὕπερ μάχας ἔλασεν ἀντιτυχόντ' ἀνὴρ μαχαίρᾳ N. 7.42

ἄλσος· ἵν' ἀθανάτοις Αἰνησιδάμου παῖδες ἐν τιμαῖς ἔμιχθεν I. 2.28

ἵνα λεχέων ἐπ' ἀμβρότων φ[ Pae. 6.140

]αν ἵν ἀγλαοχαίταν[ Πα. 7e. 2.

ἵναο[ Pae. 8.93

ἵνα οἱ κέχυται πιεῖν νε[ Pae. 15.8


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἴνα — ἴνᾱ , ἴνη fem nom/voc/acc dual ἴνᾱ , ἴνη fem nom/voc sg (doric aeolic) ἴ̱νᾱ , ἰνάω carry off by evacuations imperf ind act 3rd sg ἴνᾱ , ἰνάω carry off by evacuations pres imperat act 2nd sg ἴνᾱ , ἰνάω carry off by evacuations imperf ind act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἵνα — in that place indeclform (adverb) ἵνα in that place indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ίνα — κατάλ. θηλ. ον. τής Νέας Ελληνικής η οποία προέρχεται από τη λατ. κατάλ. ina κύριων ον. λατ. προελεύσεως, ορισμένα από τα οποία εμφανίζονται και στην Ελληνική (πρβλ. Παυλ ίνα < Paul ina). Στη συνέχεια, η κατάλ. ίνα επεκτάθηκε και σε άλλες… …   Dictionary of Greek

  • ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… …   Dictionary of Greek

  • Ἵνα γνοίης ἀποτίνων… — См. Своей бедой всяк себе ума купит …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ίνα — η 1. πολύ λεπτό νήμα: Κλωστικές ίνες. 2. ό,τι μοιάζει με νήμα: Ίνες των μυών. – Ίνες των φύλλων. – Τεχνητές ίνες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἶνα — ἴς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἵνα δέος, ἔνθα καὶ αἰδώς. — См. Где страх, тут и благочестие …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ίνα, οπτική — Λεπτός εύκαμπτος σωλήνας από διαφανές υλικό (π.χ. άμορφο χαλαζία), με τον οποίο είναι δυνατόν να μεταδώσουμε, με πολύ μικρή απόσβεση και σε συνήθως περίπλοκες διαδρομές, πληροφορίες σε αποστάσεις πολλών χιλιομέτρων. Η ο.ί. έχει την εξής δομή:… …   Dictionary of Greek

  • Ζῶμεν οὐχ ἵνα ἐσθίωμεν, ἀλλ’ ἐσθίομεν ἵνα ζῶμεν. — См. О хлебе не жить, да и без хлеба не жить …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • μαρκελ(λ)ίνα — η ελαφρύ και μαλακό ύφασμα από μετάξι, είδος ταφτά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”